γλωσσοκοπάνα

γλωσσοκοπάνα
η
φλύαρη και αυθάδης γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοκοπάνα — η γυναίκα πολυλογού, γλωσσού: Την αποφεύγω γιατί είναι γλωσσοκοπάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαούσης — ο 1. λοχίας του τουρκικού στρατού. 2. μτφ., άνθρωπος αυθαίρετος, θρασύς. 3. το θηλ., τσαούσα γυναίκα γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, αυταρχική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”